
Γευστικότερη η ζωή του διαβητικού
Η διατροφή και η σωστή δίαιτα ως κομμάτι της θεραπείας του σακχαρώδη διαβήτη είναι ένας καθοριστικός κρίκος στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του, μαζί με τη διατήρηση ενός ιδανικού σωματικού βάρους, την άσκηση και φυσικά τη φαρμακευτική θεραπεία, όταν αυτή είναι απαραίτητη.
Μεγάλοι διαβητολογικοί σύλλογοι, όπως ο αμερικανικός και ο βρετανικός, έχουν δώσει, κατά καιρούς, γενικές κατευθύνσεις σχετικά με τη δομή και τη σύσταση της σωστής διαβητικής δίαιτας. Η πιο πρόσφατη παρουσιάστηκε από τον American Diabetes Association μέσα από το επιστημονικό περιοδικό «Diabetes Care».
Οι νεότερες οδηγίες αποδεικνύουν ότι στο πέρασμα του χρόνου, η επιστημονική έρευνα επέφερε διαφοροποιήσεις στη διαβητική δίαιτα. Είναι πλέον σαφές ότι δεν υιοθετείται πλέον μία στερητική δίαιτα που απομονώνει το διαβητικό άτομο και το βάζει στο περιθώριο. Αντιθέτως, οι νέες διαιτητικές αρχές είναι συνώνυμες με την υγιεινή διατροφή και γιαυτό συχνά σαν σλόγκαν δίνεται ότι «Η διαβητική δίαιτα είναι μια υγιεινή δίαιτα που όλοι μας θα έπρεπε να έχουμε». Συνεπώς, η εμφάνιση του διαβήτη δεν είναι το τέλος και η καταστροφή για το άτομο με σακχαρώδη διαβήτη, αλλά μία αφορμή ώστε να ακολουθήσει έναν υγιεινότερο τρόπο ζωής.
Πολύ συχνά στη βιβλιογραφία χρησιμοποιείται ο όρος Ιατρική Διατροφική Θεραπεία (ΜΝΤ – Medical Nutrition Therapy), ο οποίος αντιπροσωπεύει το διατροφικό κομμάτι στη συνολική ιατρική θεραπεία του διαβήτη, που περιλαμβάνει τα κατάλληλα διαγνωστικά τεστ, τις εξετάσεις και την ιατρική παρακολούθηση.
Τι πρέπει λοιπόν να προσέχει ένα άτομο με διαβήτη στη διατροφή του;
• Την αποφυγή ανεπιθύμητων επιπλοκών (πρόσκαιρων ή χρόνιων) με στόχο τη γενικότερη βελτίωση της κατάστασης της υγείας του
• Να κάνει τις κατάλληλες αλλαγές στη διατροφή και τον τρόπο ζωής του, ώστε να έχει έναν καλύτερο μεταβολικό έλεγχο
• Να επιτύχει και να διατηρήσει επίπεδα γλυκόζης κοντά στις φυσιολογικές τιμές, είτε μόνο μέσω της δίαιτας ή σε συνδυασμό με χάπια ή ινσουλίνη.
• Να έχει ένα καλό λιπιδαιμικό προφίλ
• Να παίρνει τον κατάλληλο αριθμό θερμίδων που απαιτούνται για τη σωστή ανάπτυξη, εάν πρόκειται για παιδιά ή για τη διατήρηση ενός ιδανικού σωματικού βάρους.
Πιο αναλυτικά, η δίαιτα που προτείνεται από τον American Diabetes
Association έχει τα παρακάτω χαρακτηριστικά:
ΕΝΕΡΓΕΙΑ – ΘΕΡΜΙΔΕΣ: Αυτό που συνιστάται, είναι η πρόσληψη όσων θερμίδων χρειάζονται για να εξασφαλίσουν ένα σωματικό βάρος που θα συμβάλει στην καλύτερη ρύθμιση της γλυκόζης, των λιπιδίων και της αρτηριακής πίεσης.
Έχει αναφερθεί ότι μείωση του βάρους κατά 5-9 κιλά, ανεξάρτητα από το αρχικό βάρος, βελτιώνει όλα τα παραπάνω. Ο διαβητικός θα πρέπει να έχει ένα ΒΜΙ που να προσεγγίζει το 22-25 [ΒΜΙ = Δείκτης μάζας Σώματος = Βάρος (Kg)/Ύψος(m)]. Οι υπέρβαροι, θα πρέπει να χάσουν βάρος, ακολουθώντας μία εξατομικευμένη όχι αυστηρά υποθερμιδική δίαιτα.
ΥΔΑΤΑΝΘΡΑΚΕΣ: Το πρώτο διατροφικό στοιχείο που θα αναφέρουμε είναι βέβαια οι υδατάνθρακες, αφού είναι σίγουρα το πιο αμφιλεγόμενο θρεπτικό συστατικό για τη δίαιτα του διαβητικού. Για δεκαετίες εθεωρείτο ότι οι υδατάνθρακες και κυρίως οι απλοί, θα πρέπει να απουσιάζουν από το διαιτολόγιο ενός διαβητικού, αφού απορροφώνται ταχύτερα και συντείνουν στην κατάσταση της υπεργλυκαιμίας. Έτσι για χρόνια οι διαβητικοί ακολουθούσαν ένα ιδιαίτερα στερητικό διαιτολόγιο από το οποίο απουσίαζαν τα ζυμαρικά, το ψωμί και η πατάτα. Ακόμα και σήμερα είναι μεγάλη έκπληξη για τα άτομα αυτά, το ότι το διαιτολόγιο που τους προτείνεται να ακολουθήσουν έχει αμυλούχες τροφές, φρούτα και ίσως κάποια «αθώα» γλυκά, υπό προϋποθέσεις βέβαια. Έτσι σήμερα είναι κοινά αποδεκτό ότι:
• Οι υδατάνθρακες πρέπει να παίζουν καθοριστικό ρόλο στη δίαιτα.
• Πρέπει να περιέχονται κατά ένα ποσοστό 50 – 55% κυρίως σύνθετοι, αλλά και απλοί, από γαλακτοκομικά προϊόντα και φρούτα, μια και έχει βρεθεί ότι τα περισσότερα από αυτά τα τρόφιμα έχουν χαμηλότερο γλυκαιμικό δείκτη από πολλές αμυλούχες τροφές.
• Όσον αφορά τις γλυκαντικές ουσίες: η σουκρόζη θα πρέπει να καταναλώνεται σε μικρές ποσότητες, η φρουκτόζη δεν αποτελεί πλέον το καταλληλότερο γλυκαντικό για τους διαβητικούς, αφού, αν και ανεβάζει λιγότερο τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, συμβάλλει στην αύξηση των λιπιδίων όταν υπερκαταναλωθεί και δίνει τις ίδιες θερμίδες με τη ζάχαρη, ουσίες όπως σορβιτόλη, ξυλιτόλη και μανιτόλη μπορούν να χρησιμοποιούνται με μέτρο και κατά περίπτωση, τεχνητά γλυκαντικά, όπως ασπαρτάμη, ακεσουφάμικό Κ και σουκραλόζη μπορούν να καταναλώνονται χωρίς όμως να γίνεται υπέρβαση της συνιστώμενης ποσότητας. Συγκεκριμένα, προτείνεται κατανάλωση μέχρι 25 γραμμαρίων προστιθέμενης σουκρόζης.
ΦΥΤΙΚΕΣ ΙΝΕΣ: Η πρόσληψη τους κρίνεται απαραίτητη, αφού έχει βρεθεί ότι πολλές από αυτές παίζουν καθοριστικό ρόλο:
• στη βραδύτερη απορρόφηση της γλυκόζης στο αίμα
• στο μεγαλύτερο κορεσμό και
• στη γρηγορότερη απώλεια σωματικού βάρους.
Συνίσταται καθημερινή πρόσληψη 20 – 35γρ διαλυτών και αδιάλυτων, τόσο από
φρούτα όσο και από λαχανικά, όσπρια, δημητριακά ολικής άλεσης κ.α. Για τις διαλυτές ίνες κυρίως βρέθηκε ότι διαλύονται στο νερό και δημιουργούν στο έντερο μια κολλώδη ουσία που επιβραδύνει την απορρόφηση της τροφής.
ΠΡΩΤΕΪΝΗ: Η σύσταση για την πρόσληψη της πρωτεΐνης στη διατροφή του διαβητικού δεν διαφέρει από αυτή για τον υπόλοιπο πληθυσμό. Προτείνεται λοιπόν πρόσληψη ίση με 10 – 20% πρωτεινών φυτικής και ζωικής προέλευσης. Το ποσοστό αυτό, μπορεί να διαφοροποιηθεί όταν υπάρχει πρόβλημα με τα νεφρά και αυτό, ανάλογα με την κλινική εικόνα και τις ανάγκες του συγκεκριμένου ασθενούς (σε αυτές τις περιπτώσεις προτείνεται μείωση της πρόσληψης στα 0,6 – 0,7 γρ/κγ σωματικού βάρους).
ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΛΙΠΟΣ: Δεδομένου ότι η πρωτεΐνη προσφέρει το 10-20% της προσλαμβανόμενης ενέργειας, το υπόλοιπο 80 – 90% των θερμίδων πρέπει να μοιραστεί ανάμεσα στους υδατάνθρακες και τα λίπη. Αυτό είναι και μία διαφοροποίηση των τελευταίων συστάσεων, αφού μέχρι τώρα προτεινόταν για το λίπος 30 – 35%. Από αυτές λοιπόν τις θερμίδες ένα ποσοστό μικρότερο από 10% θα πρέπει να προέλθει από τα κορεσμένα λίπη (λίπος του κρέατος, των γαλακτοκομικών προϊόντων, του ζωικού βουτύρου, της καρύδας), και ένα άλλο ποσοστό 10% από τα πολυακόρεστα λίπη (φυτικά λάδια). Έτσι, αφαιρώντας και αυτά τα ποσοστά μένει ένα υπόλοιπο 60 – 70% για να το προσφέρουν οι υδατάνθρακες και τα μονοακόρεστα λίπη. Το πώς ακριβώς θα κατανεμηθούν αυτές οι θερμίδες εξαρτάται από το συγκεκριμένο άτομο.
Το ποσόν του συνολικά προσλαμβανόμενου λίπους εξαρτάται από το λιπιδαιμικό προφίλ του ασθενούς (επίπεδα συνολικής χοληστερίνης, HDL, LDL και τριγλυκεριδίων), καθώς και από τους συγκεκριμένους στόχους που έχουν τεθεί για το σωματικό βάρος.
Αν ο διαβητικός έχει φυσιολογικό βάρος και χαμηλά επίπεδα λιπιδίων στο αίμα, τότε μπορεί να ακολουθηθούν οι γενικές συστάσεις για την πρόσληψη λίπους στη δίαιτα που ανέρχεται σε ποσοστό 30% από το οποίο μέχρι 10% είναι τα κορεσμένα, μέχρι 10% τα πολυακόρεστα και 10 – 15% τα μονοακόρεστα (ελαιόλαδο).
Όταν τα λιπίδια είναι αυξημένα και κυρίως τα επίπεδα της LDL, τότε συνίσταται η χαμηλότερη πρόσληψη κορεσμένων λιπιδίων σε ποσοστό κάτω από 7% και πρόσληψη χοληστερόλης, από τη δίαιτα μικρότερη από 200mg/ημέρα. Αν τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων είναι αυξημένα, προτείνεται η ταυτόχρονη μείωση των κορεσμένων λιπιδίων κάτω από 10% και ο περιορισμός των υδατανθράκων (κυρίως των απλών). Τέλος, στην περίπτωση που υπάρχει και παχυσαρκία, τότε συνίσταται η συνολική μείωση του προσλαμβανόμενου λίπους μέσα από τη δίαιτα.
ΑΛΑΤΙ: Οι συστάσεις για το αλάτι είναι ίδιες με τον υπόλοιπο πληθυσμό (3γρ/ημέρα), εκτός από τις περιπτώσεις όπου υπάρχει υπέρταση ή ήπια νεφροπάθεια που μειώνονται σε 2,4 και 2γρ, αντίστοιχα.
ΑΛΚΟΟΛ: Ο διαβητικός σίγουρα δεν θα πρέπει να αποκλειστεί από τις κοινωνικές του δραστηριότητες. Η πρόσληψη αλκοόλ σχετίζεται άμεσα με τον κάθε οργανισμό, καθώς και με την πρόσληψη τροφής. Δεδομένου ότι η αλκοόλη συχνά σχετίζεται με υπογλυκαιμικά επεισόδια, θα πρέπει η κατανάλωση της να γίνεται με μεγάλη προσοχή. Οι θερμίδες που προσφέρει το αλκοόλ θα πρέπει να αφαιρούνται από τις θερμίδες του λίπους μια και είναι «κενές» θερμίδες και δεν πρέπει να λαμβάνονται εις βάρος άλλων πολύτιμων θρεπτικών συστατικών.
ΒΙΤΑΜΙΝΕΣ – ΙΧΝΟΣΤΟΙΧΕΙΑ: Όταν η δίαιτα είναι επαρκής, δεν υπάρχουν μεγαλύτερες ανάγκες σε κάποια βιταμίνη ή ιχνοστοιχεία. Κατά καιρούς έχει αναφερθεί η ανάγκη για πρόσληψη αντιοξειδωτικών, χρωμίου, μαγνησίου.
Το μήνυμα λοιπόν που πρέπει να μεταδίδουν διαιτολόγοι, γιατροί και όσοι ασχολούνται με το μεγάλο θέμα του σακχαρώδη διαβήτη είναι ότι η επιστήμη και η έρευνα έφεραν νέα δεδομένα, που κάνουν τη ζωή των ατόμων με διαβήτη ευκολότερη, γευστικότερη και υγιεινότερη. Ιδιαίτερα στον τομέα της διαβητικής δίαιτας, τα νέα δεδομένα αποτελούν επανάσταση σε σχέση με αυτά που ίσχυαν 30 χρόνια πριν. Γιαυτό, το πρώτο πράγμα που πρέπει να λέμε σε ένα τέτοιο άτομο είναι ότι η ύπαρξη του διαβήτη τους επιβάλλει μια υγιεινή δίαιτα για μια ζωή που δεν θα διαφέρει σε τίποτε από τη ζωή άλλων ανθρώπων που προσέχουν καθημερινά τη διατροφή τους. Άρα σε μια οικογένεια με ένα διαβητικό άτομο εμείς πρέπει να ακολουθούμε τη διατροφή του και όχι αυτό τη δική μας. Σκεφτείτε το καλύτερα!.